- οπ(π)ορτουνιστής
- ο, θηλ. -ίστρια1. ο οπαδός τού οπ(π)ορτουνισμού2. άτομο χωρίς ηθικές αρχές και χωρίς χαρακτήρα, καιροσκόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. opportunist < λατ. οpportunus «πρόσφορος, αρμόδιος, επιτήδειος» + κατάλ. -ist].
Dictionary of Greek. 2013.